- συμπεφρυγμένη
- συμπεφρῡγμένη , σύν-φρύγωroastperf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμφρύγω — ΜΑ 1. κατακαίω 2. καταξηραίνω («δίψα δριμεῑα, γλῶσσα συμπεφρυγμένη», Ψελλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φρύγω «καίω, ξηραίνω, ψήνω»] … Dictionary of Greek